Στις 18 Μαΐου γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο η Διεθνής Ημέρα Μουσείων με θέματα που αφορούν στα μουσεία και στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για το 2022 το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) έχει επιλέξει το θέμα «Η Δύναμη των Μουσείων».
Με την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) επιδιώκει να αναδείξει τη δύναμη που έχουν τα μουσεία ως φορείς κοινωνικών αλλαγών και βιώσιμης ανάπτυξης. Τα μουσεία μεταμορφώνουν τον κόσμο. Παρουσιάζοντας το παρελθόν, ανοίγουν νέους ορίζοντες και διαμορφώνουν νέες καινοτόμες ιδέες με σκοπό την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο φετινός εορτασμός θα επικεντρωθεί στη δυναμική συμβολή των μουσείων σε τρία επίκαιρα ζητήματα: 1. Βιωσιμότητα, 2. Καινοτομία – νέες τεχνολογίες – προσβασιμότητα, 3. Ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής μέσω της εκπαίδευσης.
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων σας παρουσιάζουμε μια σειρά από μουσεία που λειτουργούν στην Εύβοια αλλά και σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που έχει αναδείξει η Εύβοια. Τα περισσότερα από τα αρχαία ευρήματα φιλοξενούνται στις περιοχές όπου και βρεθήκαν ενώ πολλά ευρήματα φιλοξενούνται και στο Εθνικό Μουσείο Αθηνών. Η κάθε περιοχή έχει να αναδείξει μέσα από τα μουσεία της όχι μόνο την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου, αλλά και την εμπορική και αγροτική ζωή της.
Η αρχαιολογική συλλογή στεγάζεται στον ημιώροφο του Υδροθεραπευτηρίου του ΕΟΤ. Μερικά από τα ογκώδη εκθέματα βρίσκονται στους χώρους υποδοχής, στο ισόγειο. Στην κύρια είσοδο του κτιρίου στέκονται δύο ενεπίγραφα βάθρα προς τοπικούς άρχοντες της ρωμαϊκής Εύβοιας.
Στο χώρο υποδοχής εκτίθεται η πλάκα με τα σύμβολα του μυθικού ήρωα Ηρακλή, το τόξο και τη λεοντή και υπερφυσικό άγαλμα ιματιοφόρου άνδρα του 2ου – 3ου αιώνα μ.Χ.. Στον ημιώροφο, στον προθάλαμο της αίθουσας που εκτίθεται η συλλογή, βρίσκεται θραύσμα επιτύμβιας στήλης του 4ου αιώνα π.Χ. από τα Γιάλτρα, που παρουσιάζει γυμνό νέο και τμήμα ρωμαϊκού αγάλματος του Ηρακλή. Στη συλλογή παρουσιάζονται στοιχεία από το προϊστορικό παρελθόν της περιοχής, κυρίως ευρήματα από τις ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό του Κουμπιού, λόφου 2 χλμ. βόρεια των Λουτρών Αιδηψού. Εκτίθενται δείγματα κεραμικής από τους γεωμετρικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους από το Καστέλι Γιάλτρων και από ανασκαφές σε οικόπεδα στο κέντρο των Λουτρών Αιδηψού. Φιλοξενούνται ακόμα το μυκηναϊκό ξίφος που βρέθηκε στην περιοχή του οικισμού Καστανιώτισσας του δήμου Ιστιαίας, πελέκεις και σμίλες από το όρος Καντήλι.
Το Μουσείο Θαλάσσιων Ευρημάτων “Ναυτίλος” δημιουργήθηκε με σκοπό να προσφέρει στον επισκέπτη του την φυσική ομορφιά, την γνώση & ταυτόχρονα να ενισχύσει την ευαισθησία του για την προστασία του περιβάλλοντος.
Έτσι λοιπόν μετά από ένα δεκάλεπτο ντοκιμαντέρ στην αίθουσα προβολής, που ξεκινά από την δημιουργία του σύμπαντος μέχρι τις πρώτες μορφές ζωής στον πλανήτη, ο επισκέπτης περνά στην κύρια αίθουσα με ένα φωτισμό που του δίνει την αίσθηση του βυθού, για να θαυμάσει τα 3000 περίπου εκθέματα από όλο τον κόσμο, τοποθετημένα σε 28 βιτρίνες, με μια εντυπωσιακή ξενάγηση που γίνεται από τις ξεναγούς μας και να μάθει πως αυτά τα πλάσματα έδωσαν στον άνθρωπο τόσες ιδέες, ώστε να γίνει πιο σύγχρονη η ζωή μας.
Στις Γούβες βρίσκετε ο γνωστός πύργος των Γουβών, που αργότερα έγινε ιδιοκτησία του ποιητή Δροσίνη, το οίκημα χρονολογείται μετά το 1800 και κατασκευάστηκε από τον Ιμπραήμ Αγά. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια τις εποχής είχε κάνει ένας σκλάβος που το ονομαζόταν Αχμέτ, μάλιστα λέγεται ότι σαν αντάλλαγμα ο Ιμπραήμ Αγάς του χάρισετην ελευθερία του. Η ιστορία αναφέρει ότι όσοι εργάσθηκαν έπαιρναν σαν αμοιβή λάχανα από τον πύργο του Αγά ο οποίος ήταν επιρρεπής στο αλκοόλ αλλά και πολύ σκληρός.
Όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας θρύλος γύρω από τον πύργο που λέει ότι κάποτε ο Ιμπραήμ Αγάς μετά από πολλά βασανιστήρια, έσφαξε με μαχαίρι κάποιον Άραβα υπηρέτη του. Μάλιστα το αίμα του Άραβα υπηρέτη για πολλά χρόνια έμεινε ανεξίτηλο στους τοίχους του δωματίου που έγινε το φονικό. Μετά λοιπόν από το Αγά ο πύργος πέρασε στα χέρια του παππού του ποιητή Δροσίνη το 1831 όπου εκεί μεγάλωσε και ο ποιητής Γ. Δροσίνης . Σήμερα ο πύργος ανήκει στο δήμο Ιστιαίας – Αιδηψού και τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως μουσείο με μια ενδιαφέρουσα λαογραφική συλλογή.
Το Μουσείο Απολιθωμένων Θηλαστικών Κερασιάς, εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο 2006 και στεγάζει τον παλαιοντολογικό πλούτο της περιοχής. Στις ανασκαφές στην Κερασιά έχουν βρεθεί απολιθώματα θηλαστικών που έζησαν στην Εύβοια πριν από περισσότερα από έξι εκατομμύρια χρόνια.
Τα ευρήματα αυτά, κατάλληλα συντηρημένα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό με πρωτότυπο τρόπο. Η συλλογή εκθεμάτων του μουσείου περιλαμβάνει απολιθώματα θηλαστικών και ασπόνδυλων, πετρώματα κλπ
Η καταπληκτική ιδέα να δημιουργηθεί μια συλλογή από ταριχευμένα ζώα ήταν του Δ.Σ.. του έτους 1956. Το σημερινό Δ.Σ. συνέχισε την προσπάθεια όπως την συνέχισαν επάξια και τα προηγούμενα Δ.Σ. Τώρα, επί προεδρίας του κ.Ιωάννη Παπακωνσταντίνου λειτουργεί ήδη.
Ο Κυνηγετικός Σύλλογος Ιστιαίας, έχοντας συγκεντρώσει μια μεγάλη συλλογή από ταριχευμένα είδη (217 είδη πτηνών και αρκετό αριθμό θηλαστικών, ερπετών, αμφίβιων, εντόμων, ψαριών, πετρωμάτων, ορυκτών, οστράκων, κοχυλιών, κ.ά.), ξεκίνησε τη δημιουργία των εγκαταστάσεων του Μουσείου ακολουθώντας τις σωστές προδιαγραφές και για μελλοντικές απαιτήσεις. Τελικά το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ιστιαίας σήμερα είναι εγκατεστημένο σε ιδιόκτητο κτίριο 630 τ.μ., και θεωρείται αυτοδικαίως Επιστημονικό Ίδρυμα, αφού έχει δημιουργηθεί μόνο για επιστημονικούς σκοπούς. Την αποπεράτωσή του έχει αναλάβει η Νομαρχία.
Ο αριθμός των επισκεπτών από όλα τα διαμερίσματα της χώρας και του εξωτερικού υπερβαίνει τις 10.000 εκτός των μαθητών διαφόρων σχολείων. Η λειτουργία του Μουσείου στο νέο κτίριο αποτελεί παράγοντα προόδου και συμβάλλει θετικά στην ανοδική πολιτιστική πορεία όχι μόνο της πόλεως Ιστιαίας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που σήμερα διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή πτηνών στην Ελλάδα (191 είδη της ελληνικής πανίδας), επιθυμεί να εμπλουτίσει την συλλογή και με άλλα εκθέματα, ειδικά με πετρώματα και ορυκτά.
Πρόκειται για ένα μικρό σύλλογο 52 ατόμων που έχουν δημιουργήσει ένα υπέροχο Λαογραφικό Μουσείο στην πόλη της Ιστιαίας. Η επιθυμία των μελών του συλλόγου είναι να βρεθεί ένα Νεοκλασικό κτήριο που θα στεγάσει όλα τα εκθέματα τα οποία φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή σε ένα κατάστημα στον Κάτω Πλάτανο Ιστιαίας.
Στο Λαογραφικό Μουσείο θα βρείτε, πέρα από τα αντικείμενα της καθημερινότητας, φορεσιές γυναικείες και ανδρικές από την Ιστιαία (ή Ξηροχώρι όπως ελέγετο) που ήταν αστικού τύπου, εθνικές ενδυμασίες από τα γύρω χωριά, εσώρουχα εποχής, αντικείμενα αστικής χρήσης, φάρμακα και ιατρικά εργαλεία άλλων εποχών, έγγραφα και δικαστικές αποφάσεις, την οικονομική αλληλογραφία του Ιωάννη Οικονόμου, παραχωρητήρια του Ελ. Βενιζέλου στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, άφθονο φωτογραφικό υλικό, χειροτεχνήματα κρατουμένων στην διάρκεια της δικτατορίας και πολλά άλλα.
Το ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης ξεκίνησε τη λειτουργία του το καλοκαίρι του 1993, μετά την απλόχερη δωρεά προς το Δήμο της αείμνηστης Λιμνιώτισσας Αικατερίνης Ευαγγελινού – Φλώκου (γόνου μεγάλης και ισχυρής ναυτικής οικογένειας), του νεοκλασικού της αρχοντικού. Το αρχοντικό αυτό κτισμένο γύρω στα 1880, δωρίστηκε με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία Μουσείου στη Λίμνη.
Αμέσως με την αποδοχή της δωρεάς, ο τότε δήμος Λίμνης ενέταξε θεσμικά το Μουσείο στο Πνευματικό Κέντρο και συνέστησε Επιτροπή Λειτουργικότητας του Μουσείου από πολιτισμικά άτομα, με σκοπό την συλλογή αντικειμένων ιστορικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος, τον εξοπλισμό και την λειτουργία του Μουσείου.
Το παστρικό – νοικοκυρίστικο χέρι της Λιμνιώτισσας, που δούλεψε «αμέθοδα» και αυτόνομα έξω από τους κανόνες της δογματικής μουσειολογίας, έδωσε την δική της εμπειρική ιδέα, όπως ήξερε απ’ τη παράδοση, στον ευαίσθητο αυτό χώρο. Γιατί είναι γεγονός ότι στην πλειονότητα των λαογραφικών – ειδικά μικρών μουσείων της περιφέρειας και της ταπεινής επαρχίας, όπου η εξειδικευμένη επιστημονική παρουσία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, το ρόλο αναλαμβάνουν (θαρρείς νομοτελειακά), η εθελοντική εργασία, η επιθυμία και το μεράκι.
Μία από τις σημαντικότερες ιστορικές – λαογραφικές – πολιτιστικές οάσεις αποτελεί αναμφισβήτητα το Λαογραφικό Μουσείο της Αγίας Άννας στη Βόρεια Εύβοια, που ίδρυσε ο αείμνηστος μεγάλος Αγιαννιώτης λαογράφος Δημήτρης Σέττας.
Το μουσείο εγκαινιάστηκε στις 25 Ιουλίου 1982 και μέχρι το 2002 στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενο κτίριο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο χώρο, όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα και το οποίο είναι δωρεά της Αγγελικής Μαλάμου το γένος Ξενοφώντα Στραφιώτη στη μνήμη της κόρης της Κρυσταλλίας Διακομοπούλου.
Στο μουσείο μπορεί κανείς να δει, μέσα από τα εκθέματα του, την ιστορία της ευρύτερη περιοχής του Νηλέα από την τουρκοκρατία ως τις μέρες μας.
Στα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνονται είδη οικιακής χρήσης και υφαντουργίας, αγροτικά εργαλεία, καθώς και εργαλεία που χρησιμοποιούνταν στην κτηνοτροφία, όπλα, παραδοσιακά πλεκτά και υφαντά, πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Δημήτρη Σέττα και μία μικρή βιβλιοθήκη, στην οποία υπάρχουν πολλά από τα έργα του.
Εκείνο όμως που κεντρίζει το μάτι κάθε επισκέπτη είναι η μοναδική και πανέμορφη Αγιανιώτικη φορεσιά. Όλα τα εκθέματα του μουσείου προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Αγίας Άννας και των γύρω χωριών, αλλά και από άλλες περιοχές της Βόρειας Εύβοιας και αποτελούν ζωντανή απόδειξη της άοκνης προσπάθειας για τη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού, από τον ιδρυτή του.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας αποτελεί ένα από τα σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία του ελληνικού χώρου, στο οποίο παρουσιάζονται ευρήματα από διάφορες εποχές. Εξέχουσα θέση σ” αυτά κατέχουν τα γλυπτά του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, και ιδιαίτερα το σύμπλεγμα του Θησέα με την αμαζόνα Αντιόπη. Το Μουσείο βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το χώρο, γεγονός που βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του. Το κτίριο του Μουσείου ανήκει στο ελληνικό κράτος, ενώ η επέκτασή του με μια δεύτερη μεγάλη αίθουσα χρηματοδοτήθηκε από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.
Το ευρήματα προέρχονται από ανασκαφές της τοπικής Εφορείας και ξένων αρχαιολογικών σχολών (Ελβετική και Βρετανική Σχολή) στην ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας. Χρονολογικά καλύπτουν όλο το φάσμα κατοίκησης της περιοχής, από την Εποχή του Χαλκού μέχρι και τα Ρωμαϊκά Χρόνια.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου στεγάζεται στη δυτική πτέρυγα του Γιοκάλειου Πνευματικού ΄Ιδρύματος, κληροδότημα του ευεργέτη Νικολάου Γιοκαλά. Οικοδομήθηκε το 1959 στην Πλατεία Μαξιμιλιανού της Καρύστου. Περιλαμβάνε αίθουσες Αρχαιολογικού Μουσείου (1988), Θεάτρου, Βιβλιοθήκης. Η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων διοργανώνει ξεναγήσεις στο Μουσείο, ενώ το θέατρο και η Βιβλιοθήκη λειτουργούν υπό την εποπτεία του Δήμου Καρύστου.
Στις συλλογές περιλαμβάνονται Γλυπτά Καρυστίας (κλασικών-ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων), ευρήματα από Δρακόσπιτα (΄Οχης, Στύρων), επιγραφές Καρυστίας, πήλινα ειδώλια διαφόρων περιοχών Καρυστίας.
Η δυτική πτέρυγα του Γιοκάλειου Πνευματικού Ιδρύματος παραχωρήθηκε σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του Ν. Γιοκαλά, το 1980 στο ΥΠΠΟ για την δημιουργία Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διαμόρφωσε τον παραχωρηθέντα χώρο και εγκαινίασε το Μουσείο Καρύστου το 1989 παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τα ευρήματα της περιοχής.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας στεγάζεται σε κτίριο των αρχών του 20ου αι. και συγκεντρώνει ευρήματα από όλη την Εύβοια. Η βάση του νεοκλασικού κτιριού διαθέτει λαξευτή τοιχοποιία κατά το πολυγωνικό σύστημα, ενώ οι γωνίες του ενισχύονται επίσης με λαξευτή τοιχοποιία. Πάνω από την κύρια είσοδο του κτιρίου ανοίγεται αέτωμα και είναι κεραμοσκέπαστο. Το κτίριο διαθέτει μεγάλη αυλή και τρεις αίθουσες, όπου παρουσιάζονται τα εκθέματα. Το κτίριο ανήκει στο ελληνικό κράτος και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να φιλοξενήσει τις ευβοϊκές αρχαιότητες.
Τα εκθέματα του Μουσείου τοποθετούνται χρονολογικά από την Παλαιολιθική μέχρι και την Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή και προέρχονται από ανασκαφές στην Εύβοια. Η έκθεση του Μουσείου διαθέτει συλλογές με ευρήματα από τον οικισμό και το νεκροταφείο της Μάνικας (2800 – 1900 π.Χ.), μυκηναϊκή κεραμική και ειδώλια, συλλογή Οικονόμου με ευβοϊκή, βοιωτική κεραμική και κοροπλαστική, συλλογή κλασικών και ελληνιστικών νομισμάτων από τη Χαλκίδα, Ερέτρια και την Κάρυστο, ρωμαϊκά αναθηματικά γλυπτά από τη Χαλκίδα και την Αιδηψό, επιτύμβια μνημεία από τη Χαλκίδα, τη νέα Λάμψακο και τιμητικά ψηφίσματα. Στην αυλή του Μουσείου περιέχονται ψηφίσματα, επιτύμβια μνημεία και ρωμαϊκά γλυπτά. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν ένα καθισμένο γυναικείο άγαλμα του 4ου αι. π.Χ., μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με παράσταση νέου και σκύλου (β’ τέταρτο 4ου αι. π.Χ.), αναθηματική στήλη με παράσταση Πλούτωνα και Διονύσου (μέσα του 4ου αι. π.Χ.), άγαλμα του Αντίνοου (2ος αι. μ.Χ.), ακέφαλο άγαλμα Απόλλωνα ή Διονύσου (ρωμαϊκό αντίγραφο), γυναικείο άγαλμα Ελληνιστικής Εποχής και δυο κεφάλια κούρων Αρχαϊκής Εποχής.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, το οποίο ανήκει στο Δημόσιο, στην οδό Ελ. Βενιζέλου 13. Η κατασκευή του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1901-02, άρχισε να λειτουργεί το 1902 και αποτελεί μελέτη του αρχιτέκτονα Λυκάκη. Τη σημερινή της μορφή έλαβε η έκθεση του Μουσείου από το 1990, με την ευθύνη της τότε Εφόρου κ. Έ. Σαπουνά-Σακελλαράκη. Το πλήθος των ευρημάτων που είχαν αποκαλυφθεί στη Χαλκίδα, στην ευρύτερή της περιοχή, αλλά και σε άλλες θέσεις στo νησί αποτέλεσαν την αιτία για την ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στην πόλη, το οποίο θα στέγαζε αντικείμενα από όλη την Εύβοια και θα έδινε μια εικόνα της ιστορικής, πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης του νησιού.
Η έκθεση του Μουσείου οργανώθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από τη μια μεριά να παρουσιάσει συνοπτικά την ιστορία του νησιού και από την άλλη να αναδείξει ιδιαίτερες θεματικές οντότητες αρχαίων μνημείων που αποδεικνύονται ιδιαίτερα διδακτικές για τον επισκέπτη. Στον προαύλιο χώρο παρουσιάζονται ταφικά μνημεία, ψηφίσματα, αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά Κλασικών, Ελληνιστών και Ρωμαϊκών Χρόνων. Στις τρεις αίθουσες του Μουσείου υπάρχει μια χρονολογική ταξινόμηση των προθηκών και των εκτεθιμένων αντικειμένων που ξεκινά από την Παλαιολιθική Εποχή (γύρω στο 100000 π.Χ.) και καταλήγει στα Ρωμαϊκά χρόνια. Εποπτικό υλικό με ενημερωτικούς πίνακες και φωτογραφίες επηξηγούν καλύτερα τα ευρήματα και ενημερώνουν τους επισκέπτες για την ιστορική εξέλιξη του νησιού. Στη δεξιά αίθουσα του Μουσείου παρουσιάζονται τα ευρήματα που χρονολογούνται από την Παλαιολιθική Εποχή μέχρι και τα Γεωμετρικά Χρόνια. Στην αριστερή αίθουσα συνεχίζεται η ξενάγηση του επισκέπτη στην ιστορία του νησιού με εκθέματα από την Αρχαϊκή μέχρι και τη Ρωμαϊκή Εποχή. Η κεντρική αίθουσα είναι αφιερωμένη στη μεγάλη πλαστική Κλασικών, Ελληνιστικών και κυρίως Ρωμαϊκών Χρόνων, η οποία δίνει το στίγμα της ευβοϊκής τέχνης στον τομέα αυτό.
Το πλήθος των ευρημάτων από τη συνεχή ανασκαφική δραστηριότητα της τοπικής Εφορείας επέβαλε την αναδιοργάνωση της έκθεσης, η οποία παρουσιάστηκε στο κοινό το 1990. Μια δεκαετία νωρίτερα το κτίριο του Μουσείου χρειάστηκε να επισκευαστεί μετά τους σεισμούς του 1980-81. Επίσης, διαμορφώθηκε κατάλληλα και ο προαύλιος χώρος του με την εκμετάλλευση των δύο υποστέγων και του χώρου του πρασίνου, με σκοπό να αποσυμφορηθούν οι κυρίως αίθουσες που δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν άλλα ευρήματα πλέον.
Ιδρύθηκε το 1995 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Γυναικών Αμαρύνθου και Περιχώρων.Το Λαογραφικό Μουσείο Αμαρύνθου στο οποίο στεγάζονται παλαιά αντικείμενα που αποτελούσαν τα κύρια εργαλεία απασχόλησης των κατοίκων της Αμαρύνοθυ καθώς και χειροποίητα προιόντα από τον παραδοσιακό αργαλειό.
Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1981 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης. Είναι το μεγαλύτερο και καλύτερα οργανωμένο λαογραφικό μουσείο της Εύβοιας και ένα από τα καλύτερα στο είδος του περιφερειακά μουσεία της χώρας. Επιπλέον έχει το χαρακτήρα του μουσείου της πόλης.
Στεγάζεται σε ιδιόκτητο τριώροφο νεοκλασικό κτήριο του τέλους του 19ου αιώνα, που βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης, και ανήκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο οποίο στέγαζε επί σειρά ετών το εδώ Κατάστημά της. Η συλλογή του Μουσείου, που αριθμεί περί τα 1600 αντικείμενα, απαρτίσθηκε από δωρεές των κατοίκων, οι οποίοι στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν ηθικά και υλικά την όλη προσπάθεια της ίδρυσης και λειτουργίας του Μουσείου.
Το Μουσείο διαθέτει πλούσιες συλλογές αντικειμένων, τα οποία αντιπροσωπεύουν κλάδους της λαϊκής τέχνης. Οι συλλογές εκτίθενται στους χώρους του Μουσείου, εμβαδού 450 τ.μ., ως εξής:
Στο ισόγειο είναι η μεγάλη αίθουσα με τις φορεσιές, τις στολές των πολεμιστών των Βαλκανικών Πολέμων, τα άμφια του αγίου Νεκταρίου, τα ιερά σκεύη, τα ξυλόγλυπτα, τα κοσμήματα και την ”αστική γωνιά”. Επίσης η αίθουσα με τα σκεύη οικιακής χρήσης και σε ανεξάρτητες αίθουσες το Γραφείο με τη Βιβλιοθήκη και τα Αρχεία (Φωτογραφικό, Ηχοθήκη, Ταινιοθήκη) και το φωτογραφικό εργαστήριο.
Στον επάνω όροφο είναι οι αίθουσες που αναπαριστούν το σαλόνι και την κρεβατοκάμαρα στην τυπική τους μορφή, η αίθουσα με τον αργαλειό και τα υφαντά, οι τρεις μικρότερες αίθουσες με τα κεντήματα και τα πλεχτά και η αίθουσα των εντύπων και των φωτογραφιών της Κύμης και από τη ζωή του Κυμαίου ευεργέτη της ανθρωπότητας Γ. Παπανικολάου. Στον όροφο είναι και η αποθήκη του λαογραφικού υλικού.
Στο υπόγειο είναι το κηροπλαστείο, ο χώρος της μπουγάδας και το παραδοσιακό κατώγι με το κελάρι και τα γεωργικά εργαλεία. Επίσης το συντηρητήριο και το κυλικείο.
Στον κήπο του Μουσείου έχει κατασκευασθεί υπαίθριο κυκλικό θέατρο 250 θέσεων, στο οποίο έχουν γίνει πολλές εκδηλώσεις όπως: θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις, συναυλίες κλασικής μουσικής και έντεχνου ελληνικού τραγουδιού και κινηματογραφικές προβολές από την Κινηματογραφική Λέσχη του Συλλόγου.
Στο χωριό Πύργο της Κύμης, στο ιδιόκτητο ”Αρχοντικό Χρυσανθόπουλου” λειτουργεί το Παράρτημα του Μουσείου, με τη συλλογή του λαϊκού καλλιτέχνη του 19ου αιώνα Σωτήρη Χρυσανθόπουλου, με το πολυσχιδές ταλέντο σε κοσμικό και θρησκευτικό έργο όπως: εικόνες, τοιχογραφίες, ανάγλυφα, και με τη βιβλιοθήκη του αποτελούμενη από παλαίτυπες εκδόσεις.
Το Μουσείο συνεργάζεται, σε μόνιμη βάση ή κατά περίπτωση, με Πανεπιστήμια, το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων (ICOM), Κέντρα Ερευνών, Μουσεία συναφή, Βιβλιοθήκες. Πινακοθήκες και ιδιώτες επιστήμονες για την πραγματοποίηση των ερευνητικών του στόχων.
Το Μουσείο έχει τεκμηριώσει τη συλλογή του, την οποία συντηρεί επιστημονικά. Διαθέτει στους επισκέπτες πολύγλωσσο κατατοπιστικό οδηγό. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις και σε τηλεοπτικές εκπομπές στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει σημαντική εκδοτική δραστηριότητα. Το μουσείο επισκέπτονται και πολλοί μαθητές, κατά τις οργανωμένες επισκέψεις των σχολείων, συμβάλλοντας σημαντικά στον πολιτιστικό τουρισμό της περιοχής.
Η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, στην επέκταση του Μουσείου, χρησιμοποιείται για διαλέξεις, σεμινάρια, εικαστικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα ενηλίκων και κυρίως μαθητών, χρήσεις απαραίτητες και συμπληρωματικές της λειτουργίας του Μουσείου, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της σύγχρονης Μουσειολογίας.
Το λαογραφικό μουσείο της Χαλκίδας στεγάζεται σε τρεις αίθουσες, και εγκαινιάστηκε το 1981. Οι αίθουσες που χρησιμοποιούνται ήταν τμήματα της μεσαιωνικής οχύρωσης της Χαλκίδας και συγκεκριμένα ότι έχει απομείνει από το ιστορικό κάστρο Νεγκρεπόντε κατά τους Φράγκους ή Εγριμπόζ κατά τους Τούρκους.
Οι τρεις αίθουσες του λαογραφικού μουσείου χωρίζονται σε κατηγορίες. Η πρώτη αίθουσα είναι ενδυματολογική, όπου μπορείτε να θαυμάσετε παραδοσιακές ενδυμασίες από την Εύβοια και την Σκύρο, υφαντά και κεντήματα, εικόνες, τάματα κ.α.
Στη δεύτερη αίθουσα βρίσκεται μια αναπαράσταση χαλκιδικής μεσοαστικής οικίας των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς και εργαλεία παραδοσιακών επαγγελμάτων όπως ξυλουργών και τυπογράφων.
Στη τρίτη αίθουσα εκθέτεται το εσωτερικό και το εξωτερικό ενός αγροτικού σπιτιού, όπως τα σκεύη και τα έπιπλα, τη γούρνα για το πλύσιμο και την αυλή με το πηγάδι. Επίσης θα δείτε τα εργαλεία και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν επαγγέλματα όπως της υφάντρας, του μελισσοκόμου και του γεωργού.
Εκτός από όλα τα παραπάνω υπάρχουν και δύο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που έχει αναδείξει ο τόπος της Βόρειας Εύβοιας τα οποία όμως φιλοξενούνται σε μουσεία εκτός της Εύβοιας. Αυτά είναι:
Είναι το μεγαλοπρεπέστερο χυτό άγαλμα αλόγου με αναβάτη, που σώζεται από την ελληνική αρχαιότητα. Ανασύρθηκε σε κομμάτια από αρχαίο ναυάγιο και έχει συμπληρωθεί στην ουρά και στο κέντρο του κορμού. Το άλογο αποδίδεται σε έντονο καλπασμό τη στιγμή του αγώνα.
Στο δεξιό μηρό του υπάρχει εγχάρακτη μορφή Νίκης, που κρατάει στεφάνι στα ανυψωμένα χέρια της, σφράγισμα σύνηθες σε καθαρόαιμα άλογα στην αρχαιότητα. Η κίνηση και η ανατομία του ζώου αποδίδονται με τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό. Ο αναβάτης είναι μικρός σε ηλικία και διαστάσεις, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δείχνουν ότι πρέπει να ήταν νέγρος. Η μικροσκοπική και άσχημη μορφή του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπερήφανο, μεγαλόσωμο ζώο. Στρέφει προς τα αριστερά το κεφάλι του, και τα μαλλιά του είναι ατημέλητα. Φορεί σανδάλια και χιτωνίσκο που ανεμίζει από την ταχύτητα, ενώ στο αριστερό χέρι θα κρατούσε τα ηνία και στο δεξί το μαστίγιο. Το άγαλμα, έργο άγνωστου γλύπτη, πρέπει να ήταν αφιερωμένο σε κάποιο σημαντικό ιερό.
Ανακαλύφθηκε στη θαλάσσια περιοχή πλησίον ακρωτηρίου Αρτεμισίου της Βόρειας Εύβοιας και φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα, αλλά και από τα λιγοστά πρωτότυπα χάλκινα αγάλματα της κλασικής περιόδου. Είναι έργο χυτό, με υπερφυσικό μέγεθος και απεικονίζει το Δία ή τον Ποσειδώνα. Ο θεός παριστάνεται όρθιος, γυμνός, σε ευρύ διασκελισμό. Παρά την αυστηρότητα της μορφής, η κίνηση είναι έντονη και η απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών ιδιαίτερα επιτυχής. Η γενειάδα του θεού είναι πλούσια και τα μακριά μαλλιά του μαζεύονται σε πλεξίδες γύρω από το κεφάλι, ενώ μπροστά πέφτουν σε κομψούς βοστρύχους γύρω από το μέτωπο.
Τα μάτια του, που δεν σώζονται, ήταν ένθετα από άλλο υλικό. Το αριστερό του χέρι είναι τεντωμένο μπροστά, ενώ με το ανυψωμένο δεξί χέρι θα κρατούσε τον κεραυνό ή την τρίαινα. Στην πρώτη περίπτωση ταυτίζεται με το Δία, που είναι και το πιθανότερο, ενώ στη δεύτερη με τον Ποσειδώνα. Είναι έξοχο δείγμα του αυστηρού ρυθμού της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, και αποδίδεται σε ικανότατο δημιουργό, ίσως στο διάσημο γλύπτη Κάλαμι. Βρέθηκε στην θάλασσα έξω από το Αρτεμίσιο της Εύβοιας, στο σημείο που είχε ναυαγήσει ένα πλοίο στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Προηγήθηκε η εύρεση του αριστερού χεριού το 1926 και του υπόλοιπου αγάλματος το 1928. Η εύρεση δημοσιεύτηκε από τον Γεώργιο Οικονόμο το 1928 στα «Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών». Η εξερεύνηση του ναυαγισμένου πλοίου διακόπηκε το 1928 λόγω του θανάτου ενός από τους δύτες και από τότε δεν επαναλήφθηκε. Πιστεύεται ότι το πλοίο μετέφερε ελληνικά έργα προς εξαγωγή με προορισμό την Ιταλία.
Και αυτό το άγαλμα βρέθηκε στη θαλάσσια περιοχή πλησίον του ακρωτηρίου Αρτεμισίου στη Βόρεια Εύβοια και φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Περισσότερες πληροφορίες για το κάθε μουσείο μπορείτε να βρείτε εδώ.